- τρατάρω
- τρατάρω, τράταρα και τρατάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τρατάρω — και τρατέρνω (λ. ιταλ.),τρατάρισα και τράταρα, τραταρίστηκα, τραταρισμένος, προσφέρω γλύκισμα ή ποτό, κερνώ: Να σε τρατάρω ένα ούζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρατάρω — και τρατέρνω Ν 1. προσφέρω γλύκισμα ή ποτό σε επισκέπτη, φιλεύω 2. (κατ επέκτ.) (γενικά) προσφέρω («τού τράταρε μια βόλτα»]. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trattare «προσφέρω, περιποιούμαι, φιλοξενώ». Ο τ. τρατέρνω από τον αόρ. τράταρα, κατά τα παίρνω,… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
τρατάρισμα — το, Ν [τρατάρω] προσφορά γλυκίσματος ή ποτού, κέρασμα … Dictionary of Greek
φιλεύω — Ν [φίλος] 1. προσφέρω ποτό ή φαγώσιμο, κερνώ, τρατάρω («μέ φίλεψε ένα γλυκό») 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα 3. (για γαμπρό ή παράνυμφο) δίνω δώρο στην νύφη … Dictionary of Greek
φιλεύω — φίλεψα, φιλεύτηκα, φιλεμένος, μτβ. 1. προσφέρω φιλόφρονα (γεύμα, ποτό, φαγώσιμο κτλ.), κερνώ, τρατάρω: Κόπιασε μέσα να σε φιλέψω κάτι. 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα, φιλοδωρώ: Κάνε μου αυτό το θέλημα κι εγώ θα σε φιλέψω κάτι. 3. δίνω ως γαμπρός ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)